μεσσαρία

μεσσαρία
μεσσαρία, ἡ (Μ)
βλ. μασσαρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μασσαρία — και μασσαριά και μεσσαρία και μεσσαριά, ἡ (Μ) 1. μικρή αγροτική ιδιοκτησία 2. αντικείμενο τής κινητής ιδιοκτησίας, συνήθως έπιπλο ή σκεύος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. massaria. Ο τ. μεσσαρία πιθ. από το ιταλ. masseria (πρβλ. μέσ. γαλλ. masserie)] …   Dictionary of Greek

  • Molista — Μόλιστα …   Wikipedia

  • Άνδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ανία, εγγονός του Απόλλωνα και της Κρέουσας, επώνυμος της νήσου Άνδρου, που του την έδωσε ο Ραδάμανθυς. Όταν οι κάτοικοι της Άνδρου επαναστάτησαν, μετανάστευσε στην Ίδη της Τροίας, όπου έχτισε την Άντανδρο. II Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”